σπουδή

σπουδή
Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο καλλιτέχνης, πριν ακόμα πραγματοποιήσει το έργο του, ένα προσχέδιο με βάση το οποίο πρόκειται να φιλοτεχνήσει τον πίνακα ή το γλυπτό του. Πολλοί καλλιτέχνες δε χρησιμοποιούν σχέδια του είδους, άλλοι όμως φιλοτέχνησαν σ. του είδους, που θεωρούνται αληθινά έργα τέχνης. Στη μουσική, σ. είναι μια σύνθεση ενόργανης ή φωνητικής μουσικής που έχει εκπαιδευτικούς σκοπούς. Αν και αναφέρεται σε όλα τα όργανα καθώς και στην ανθρώπινη φύση, σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στο χώρο του πιάνου. Σ’ αυτό το είδος ανήκουν και οι «Ασκήσεις για γκραβιτσέμπαλο» του Ντομένικο Σκαρλάτι, οι «Σονάτες» του Φραντσέσκο Ντουράντε, οι «Αυτοσχεδιασμοί» για δυο ή τρεις φωνές του Μπαχ, κ.ά. Μερικές σπουδές όμως, ξεπέρασαν τα απλά μορφωτικά πλαίσια και θεωρούνται έργα υψηλής δημιουργικής φαντασίας, όπως τα «24 καπρίτσια για βιολί» του Νικολό Παγκανίνι, και στο χώρο του πιάνου, οι «24 σπουδές» Σοπέν, και οι σπουδές του Σούμαν, του Λιστ, του Μπραμς και του Ντεμπισί. Σπουδή πτυχολογίας του Βατό. «Ψωμί», σπουδή της Καίτε Κόλβιτς.
* * *
η, ΝΜΑ, και σπούδα καιασπούδα Ν, και δωρ. τ. σπουδά Α
1. βιασύνη, γρηγοράδα, ταχύτητα (α. «επέδειξε ασυγχώρητη σπουδή στις ενέργειές του» β. «τοῑς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν», Θεόφρ.)
2. ζήλος, προθυμία, ζέση (α. «ὧς ἄρ' ἄτερ σπουδής τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.
β. «τύχη... σπουδῆς οὐκ ἀξία», Σοφ.)
3. φρ. «εν σπουδῃ» και «μετά σπουδής»
(λόγ. τ.) α) γρήγορα, εσπευσμένα, βιαστικά
β) πρόθυμα
νεοελλ.
1. σοβαρή, συστηματική ενασχόληση και μελέτη για εκμάθηση και άσκηση επιστήμης ή τέχνης (α. «η σπουδή τής νομικής επιστήμης» β. «η σπουδή τής αρχαιολογίας»)
2. σχέδιο, ζωγραφικό έργο ή πρόπλασμα φιλοτεχνημένα εκ τού φυσικού προκειμένου να αποδοθεί με αμεσότητα η ζωντανή πραγματικότητα
3. μουσ. σύνθεση ενόργανης μουσικής που αποβλέπει στη βελτίωση τής τεχνικής τού εκτελεστή
4. συν. στον πληθ. οι σπουδές
μαθητεία, φοίτηση, παρακολούθηση μαθημάτων ανώτατης ή ανώτερης σχολής («έκανε λαμπρές σπουδές τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό»)
5. φρ. «κλασικές σπουδές» — η μελέτη τών δόκιμων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων
(μσν-αρχ.)
1. θρησκευτικός ζήλος (α. «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», ΚΔ
β. «σπουδὴ πρὸς τὴν θεάν», επιγρ.)
2. φιλικό ενδιαφέρον, εξυπηρέτηση («χάρις δὲ τῷ θεῷ τῷ διδόντι τήν αυτήν σπουδήν ὑπὲρ ὑμῶν ἐν καρδίᾳ Τίτου», ΚΔ)
αρχ.
1. σοβαρή απασχόληση, αντικείμενο προσοχής και επιμέλειας (α. «σπουδὴν ἐπ' ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος», Ευρ.
β. «ἔν τε παιδιαῑς καὶ ἐν σπουδαῑς», Πλάτ.)
2. εκτίμηση, σεβασμός για κάποιον («πάνυ πολλῆς σπουδῆς ἄξιος», Ξεν.)
3. σοβαρότητα («σπουδῆς μὲν μεστοὶ γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι», ΚΔ)
4. στον πληθ. αἱ σπουδαί
φατριαστικά αισθήματα, κομματικές αντιζηλίες
5. (η δοτ. ως επίρρ.) σπουδῇ
α) γρήγορα, βιαστικά
β) με φροντίδα, προσεχτικά
γ) με δυσκολία, μόλις και μετά βίας
δ) εκ προμελέτης, επίτηδες
6. φρ. α) «σπουδήν ἔχω» ή «σπουδὴ ἔστι μοι»
i) σπεύδω, βιάζομαι
ii) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι
β) «σπουδήν ποιοῡμαι» ή «σπουδὴν τίθημι» — δείχνω προθυμία ή ενδιαφέρον για κάτι
γ) «γίνεται σπουδή περί τι» — επιδεικνύεται ζήλος για κάτι
δ) «σπουδαὶ ἐρώτων» — ερωτικοί ενθουσιασμοί
ε) «ἐκ σπουδῆς» ή «κατά σπουδήν» ή «σὺν σπουδῇ» ή «ἐπὶ σπουδῆς»
i) βιαστικά
ii) με προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπουδ- τού σπεύδω* (για την εξέλιξη τής σημ. τής λ. βλ. λ. σπεύδω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπουδή — haste fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδή — η 1. μελέτη, παρακολούθηση μαθημάτων: Θα πάρει αναβολή απότο στρατό λόγω σπουδών. 2. βιασύνη, γρήγορη ενέργεια: Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για αδικαιολόγητη σπουδή στην ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου. 3. προκαταρκτικό σχέδιο, σκίτσο: Ανάμεσα στα έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδῇ — σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδῆι — σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδῇ , σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαῖς — σπουδή haste fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαί — σπουδή haste fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδήν — σπουδή haste fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”